- Τεγέα
- Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων.
1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και Τεγέα εν Κρήττη υπό Ταλθυβίου κτισθείσα».
2. Πόλη της Αρκαδίας, κοντά στη σημερινή Τρίπολη, από τις σημαντικότερες της Ελλάδας, στην οποία υπήρχε και το περίφημο ιερό της Αλέας Αθηνάς, το γνωστότερο της Αρκαδίας και τόσο σεβαστό στην Πελοπόννησο, ώστε ποτέ καμιά πόλη δεν ζήτησε να της αποδοθούν οι φυγάδες –και υπήρξαν μεταξύ αυτών πολλοί διάσημοι Λακεδαιμόνιοι και Αργείοι– που είχαν ζητήσει εκεί άσυλο ως ικέτες.
Η περιοχή της Τ. κατοικήθηκε τουλάχιστον από τα μυκηναϊκά χρόνια. Τα παλαιότερα λείψανα, που βρέθηκαν κοντά στον ναό, ενισχύουν την ιδέα πως στην πρώιμη αυτή εποχή υπήρχε στην περιοχή ιερός τόπος. Eπάνω στον λόφο του Αγίου Σώστη βρισκόταν η ακρόπολη, η Φυλακτρίς. Σε κοντινό λόφο, που ονομαζόταν Κλάριος, συγκέντρωσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο Αρκάς τους γιους του και τους μοίρασε την Αρκαδία. Η Τ. και η περιοχή της έτυχε στον Aφείδαντα, ο γιος του οποίου, Άλεος, ίδρυσε την T., συγκεντρώνοντας τους πληθυσμούς των γύρω 9 μικρών δήμων (Κορυθέων, Γαρεατών, Φυλακέων, Καρυατών, Οιατών, Μανθυρέων, Πωταχιδών, Εχευήθων, Αφειδαντίων) και το ιερό. Τους νέους κατοίκους ένωσε η κοινή λατρεία προς την θεά Αλέα, που με τον καιρό ταυτίστηκε με την Αθηνά, με την οποία είχαν πολλά κοινά στοιχεία. Οι Τεγεάτες πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τον βασιλιά Αγαπήνορα και τους άλλους Αρκάδες και επιστρέφοντας από την Τροία ίδρυσαν την Πάφο στην Κύπρο. Τεγεάτες επίσης αποίκισαν την Κυδωνία και τη Γόρτυνα στην Κρήτη και πήραν μέρος στο κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου, όπου σκοτώθηκε ο εγγονός του Αλέου και γιος του βασιλιά Λυκούργου Αγκαίος (παριστανόταν τραυματισμένος και ετοιμοθάνατος στο ανατολικό αέτωμα του ναού της Αλέας Αθηνάς). Η κόρη του Αλέου Αύγη απέκτησε από τον Ηρακλή τον Τήλεφο, αργότερα βασιλιά της Μυσίας, του οποίου οι αγώνες εναντίον του Αχιλλέα παριστάνονταν στο δυτικό αέτωμα του ναού. Στον γιο του Αλέου Κηφέα η Αθηνά έδωσε μέρος από την κόμη της Μέδουσας ως φυλαχτό για την πόλη. Ο Τεγεάτης Έχεμος, γιος του Αερόπου, που είχε νυμφευτεί την Τιμάνδρα, αδελφή της ωραίας Ελένης, ματαίωσε την πρώτη δωρική εισβολή, νικώντας τον Ηρακλείδη Ύλλο στον Ισθμό.
Όταν, την εποχή που ήταν βασιλιάς της Τ. ο Πολυμήστωρ, εισέβαλαν στην Αρκαδία οι Σπαρτιάτες, οι Τεγεάτες τους νίκησαν πρώτοι και αιχμαλώτισαν πολλούς. Στην εποχή του Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) σώζονταν ακόμα οι πέδες, τα δεσμά, των Σπαρτιατών, που αναγκάστηκαν να καλλιεργούν την τεγεατική γη. Το 469 π.Χ. όμως τους νίκησαν οι Σπαρτιάτες και τους ανάγκασαν να κάνουν συμμαχία, η οποία κράτησε έως τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). Στους αγώνες εναντίον των Περσών η Τ. είχε ενεργή συμμετοχή: 500 Τεγεάτες πολέμησαν με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και 3.000 στις Πλαταιές, όπου μπήκαν πρώτοι στο περσικό στρατόπεδο, αμέσως μετά τον θάνατο του Μαρδόνιου. Αργότερα η Τ. συμμετέχει στην εκστρατεία της Σικελίας (415 π.Χ.) με τον Σπαρτιάτη στρατηγό Γύλιππο και στη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.) υφίσταται την πολιορκία του βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρου (316 π.Χ.), μπαίνει στη συμμαχία των Αιτωλών (235 π.Χ.), από την οποία την αποσπούν οι Σπαρτιάτες (228 π.Χ.), την κυριεύει ο Αντίγονος ο Δώσων (223 π.Χ.) και γίνεται μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας (222 π.Χ.). Στους ρωμαϊκούς χρόνους την επισκέπτεται ο Οκτάβιος μετά τη νίκη του στο Άκτιο (31 π.Χ.), ο οποίος παίρνει το άγαλμα της Αλέας στη Ρώμη, όπου το έστησε κοντά στην αγορά που φέρει το όνομά του.
Στον 5o αι. π.Χ. ο πληθυσμός της Τ. έφτανε τις 40.000 κατ. και ήταν χωρισμένος σε 4 φυλές: Κλαρεώτις, Ιπποθοίτις, Απολλωνιάτις, Αθαναιάτις. Υπήρχε βουλή με 300 βουλευτές, προστάτες στρατηγοί, ίππαρχος, γραμματέας, αγορανόμοι κλπ. Νομίσματα έκοψε η πόλη το 420 π.Χ. Στην Τ. γίνονταν αγώνες και γιορτές: τα Αλεαία, τα Αλώτια και τα Δημόσια Δείπνα.
Η Τ. εξακολούθησε να υπάρχει έως τον 7o αι. μ.Χ. Όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί αρχίζουν να κατεβαίνουν προς την Πελοπόννησο χάνεται. Στη θέση της χτίζεται στους βυζαντινούς χρόνους ο οικισμός Νύκλι. Στην περίοδο της φραγκοκρατίας αποτελεί σημαντικό κέντρο, όπου συνέρχονται οι Φράγκοι τιμαριούχοι. Το 1209 ανήκει στον Γουλιέλμο ντε Μορλαί, υποτελή του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου. Το 1295 την καταστρέφουν οι Βυζαντινοί του Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Κοντά στην παλαιά πόλη, επάνω σε λόφο, χτίζεται το κάστρο Μουχλί, που έγινε ένα από τα σημαντικότερα της Πελοποννήσου.
Αρχαιολογία. Σε πολλά σημεία βρέθηκαν ερείπια από το τείχος της πόλης, την κατασκευή του οποίου μερικοί μελετητές αποδίδουν στον Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο (316 π.X.), ενώ άλλοι το θεωρούν έργο της πρώτης πεντηκονταετίας του 4ου αι. π.Χ. Η περίμετρος του τείχους, που περιέβαλλε την πόλη με μια μεγάλη ακανόνιστη έλλειψη, έφτανε τα 5½ χλμ., ενώ το ύψος του κυμαινόταν μεταξύ 3½-6½ μ. Το μήκος της προστατευόμενης από το τείχος πόλης έφτανε τα 2 χλμ. και το πλάτος της τα 500 μ.
Από το περίφημο ιερό της Αλέας Αθηνάς, που κατά την παράδοση το ίδρυσε ο Άλεος, ο πρώτος ξύλινος ναός κάηκε το 395 π.Χ. Λίγο αργότερα οι Τεγεάτες έχτισαν στη θέση του λίθινο ναό, που τον σχεδίασε και τον διακόσμησε ο Σκόπας και ήταν ο σπουδαιότερος της Πελοποννήσου στο μέγεθος και στην εμφάνιση. (Στα θεμέλια του λίθινου ναού βρέθηκαν ερείπια του παλαιότερου).
Ανασκαφές, που έκαναν στον χώρο η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και η Αρχαιολογική Εταιρεία από το 1880 έως το 1910 έφεραν στο φως ίχνη παλαιάς λατρείας, που φτάνει έως τους μυκηναϊκούς χρόνους, καθώς και ερείπια του μεγάλου ναού. Σώζονται τα θεμέλια του ναού από ντόπιο λίθο, λίγα μέρη από την κρηπίδα του, που ήταν από μάρμαρο των Δολιανών, όπως και οι κίονες, τα επιστύλια και τα αετώματα. Οι διαστάσεις του ναού ήταν 47,52 x 19,16 μ. Το κτίριο είχε από 6 κίονες στις δύο όψεις και από 14 στις μακρές πλευρές, μακρύ σηκό και πρόναο και οπισθόδομο εν παραστάσι. Στις πλευρές μέσα στον σηκό είχε από 7 κορινθιακούς ημικίονες, στηριγμένους σε ιωνικές βάσεις. Οι εξωτερικοί κίονες (ύψος 9,47 μ.) ήταν δωρικού ρυθμού και ο θριγκός ανάλαφρος, σύμφωνα με τη συνήθεια του 4ου αι. π.Χ. Δύο ελαφρά ανηφορικά επίπεδα - διάδρομοι στην ανατολική και νότια πλευρά οδηγούσαν προς τις δύο εισόδους του ναού. Μέσα στον σηκό βρέθηκαν τμήματα της βάσης του λατρευτικού αγάλματος, που, κατά τον Παυσανία, ήταν χρυσελεφάντινο, έργο του γλύπτη Ενδοίου και σώθηκε από την πυρκαγιά του ξύλινου ναού, το 395 π.Χ., και το μετέφερε ο Οκτάβιος στη Ρώμη μετά τη νίκη του στο Άκτιο (31 π.Χ.). Μέσα στον ναό ήταν επίσης τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, έργα του Σκόπα, και άλλα αναθήματα. Από τις μετόπες του ναού, ανάγλυφες παραστάσεις, με θέματα από τους τοπικούς μύθους, είχαν μόνο αυτές που βρίσκονταν επάνω από τα επιστύλια του πρόναου και του οπισθόδομου, δεν βρέθηκε όμως κανένα ερείπιο. Eρείπια σώθηκαν από τα γλυπτά που στόλιζαν τα αετώματα, τα οποία φωτίζουν την προσωπικότητα και το έργο του δημιουργού τους, του Σκόπα. Οι περισσότεροι μελετητές τα αποδίδουν στην ώριμη περίοδο του καλλιτέχνη, μετά την επιστροφή του από τη Μικρά Ασία, όπου εργάστηκε στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (353-349 π.Χ.). Στο ανατολικό αέτωμα του κτιρίου παριστανόταν το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου: στη μέση ο κάπρος και η Αταλάντη από παριανό μάρμαρο και στις δυο πλευρές οι ήρωες που αγωνίστηκαν μαζί της: Μελέαγρος, Θησέας, Τελαμώνας, Πηλέας, Πολυδεύκης, ο συνεργάτης του Ηρακλή Ιόλαος, ο Έποχος, που συγκρατεί τον μισοπεθαμένο Αγκαίο, ο Κάστορας, ο Αμφιάραος κ.ά. Στο δυτικό αέτωμα παριστανόταν ο αγώνας του Τήλεφου, γιου της Αύγης και βασιλιά της Μυσίας, εναντίον του Αχιλλέα στην πεδιάδα του Καύκου. Η διακόσμηση του ναού συμπληρωνόταν με κυμάτια και έλικες με φύλλα άκανθας, μαρμάρινα κεραμίδια και υδρορρόες με λεοντοκεφαλές. Τα κομμάτια των γλυπτών που σώθηκαν (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο μικρό τοπικό μουσείο), ο κορμός της Αταλάντης και κυρίως τα κεφάλια των μορφών με τα βαθιά μέσα στις κόγχες μάτια, που στρέφουν το βλέμμα προς τα πάνω, με τα ψηλά ευγενικά μέτωπα, εκφράζουν το πάθος και την αγωνία, που αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της σκοπαδικής σχολής.
Μπροστά στον ναό βρέθηκαν τα θεμέλια του μεγάλου βωμού (11 x 23 μ.), που ήταν στολισμένος με αγάλματα των Μουσών και της Μνημοσύνης και ανάγλυφες παραστάσεις με τη Ρέα και τη νύμφη Οινόη με τον Δία βρέφος, και άλλες νύμφες. Ο μελετητής Πικάρ τον θεωρεί έργο του Σάτυρου, συνεργάτη του Σκόπα. Μια ορθογώνια κατασκευή στα βόρεια του ναού είναι ίσως ερείπιο από την Κρήνη, όπου ο Ηρακλής συνάντησε την Αύγη.
Στην πόλη βρισκόταν ακόμα ιερό της Αθηνάς Πολιάτιδας, που ονομαζόταν Έρυμα, καθώς και ναός Αιπύτου Ερμού. Επίσης ναός της Αφροδίτης στην τετράγωνη αγορά, ναός Δήμητρας Καρποφόρας και Κόρης, δύο ιερά του Διόνυσου, ναός του Απόλλωνα με επίχρυσο άγαλμά του, έργο του Χειρίσοφου, πολλοί βωμοί, και μεταξύ αυτών του Τέλειου Δία, κ.ά. Έξω από το τείχος βρέθηκε το ιερό της Δήμητρας, με πολλά μικρά πήλινα και χάλκινα ειδώλια (σήμερα στο τοπικό μουσείο).
Τρία χλμ. Δ της Τ. βρέθηκε ιερό του Ποσειδώνα και της Αρτέμιδας Σωτείρας με δωρικό οικοδόμημα των αρχών του 6ου αι. π.Χ. Στο Μαυρίκι, κοντά στην T., βρέθηκε το ιερό της Αρτέμιδας Κνακεάτιδας με τετράστυλο αμφιπρόστυλο ναό από μάρμαρο των Δολιανών, των αρχών του 6ου αι. π.Χ. και με πολλά ευρήματα.
Όχι μακριά από τον ναό, στη θέση του σημερινού χωριού Στάδιο, βρισκόταν το στάδιο, κατασκευασμένο από συσσωρευμένο χώμα, όπου τελούνταν τα Αλεαία, σε ανάμνηση του συνοικισμού, και τα Αλώτια, σε ανάμνηση της νίκης κατά των Λακεδαιμονίων και της αιχμαλωσίας τους. Στη θέση της παλαιάς Επισκοπής, όπου στα νεότερα χρόνια χτίστηκε η εκκλησία της Κοίμησης, βρισκόταν το θέατρο, η κατασκευή του οποίου αποδίδεται στον Αντίοχο Γ’ τον Επιφανή (174 π.Χ.), ενώ ριζική επισκευή του έγινε στα ρωμαϊκά χρόνια και στους ελληνιστικούς χρόνους ανήκει η κατασκευή του επιβλητικού αναλήμματος του κοίλου, που είχε ακτίνα 40 μ. Στο θέατρο ήταν στημένα χάλκινα αγάλματα και ένα του Φιλοποίμενα του Μεγαλοπολίτη στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Κοντά στο θέατρο χτίστηκε κατά τον 5o αι. μ.Χ. μονόκλιτη βασιλική με πολλά κομμάτια από το θέατρο.
Κεφάλι κόρης από την Τεγέα. Βρέθηκε το 1900 κοντά στο ναό της Αλέας και αρχικά θεωρήθηκε πως ανήκει στην Αταλάντη, από το ανατολιό στερέωμα. Η πνευματικότητα όμως και η γαλήνη που αποπνέει έρχονται σε αντίθεση με το δυνατό και έντονα κινημένο σώμα της ηρωίδας. Μια άλλη άποψη αποδίνει το κεφάλι στην Υγεία του Σκόπα και έτσι είναι πιο γνωστό το έργο· δεν αποκλείται όμως να είναι απλώς κεφάλι κόρης (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Ο ναός της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα: κάτοψη, τομή του προναού και τομή κατά μήκος. Το περίφημο ιερό, το γνωστότερο της Αρκαδίας κι από τα πιο σεβάσμια της Πελοποννήσου, είχε στην αρχή ένα ξύλινο ναό, που κάηκε το 395 π. Χ. και στη θέση του ίδρυσαν οι Τεγεάτες το μεγάλο αυτο ναό (47,52 x 19,16 μέτρα), που τον σχεδίασε και τον στόλισε με έργα του ο Σκόπας. Στο ανατολικό αέτωμα του ναού εικονιζόταν το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου και στο δυτικό η μάχη του Τήλεφου και του Αχιλλέα στην κοιλάδα του Καύκου. Τα λίγα γλυπτά που σώθηκαν, ιδίως τα κεφάλια με τα βαθιά στις κόγχες μάτια και τα ψηλά μέτωπα, εκφράζουν πάθος και αγωνία, που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σχολής του μεγάλου Παριανού γλύπτη.
Κορμός της Αταλάντης, από το ανατολικό αέτωμα του ναού της Αλέας Αθηνάς, που εικόνιζε το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου. Κατά το μύθο, η Αταλάντη τόξεψε πρώτη τον κάπρο, γι’ αυτό πήρε ως βραβείο το κεφάλι και το δέρμα του ζώου. Το γλυπτό είναι από παριανό μάρμαρο. (Μουσείο Τεγέας).
Τα λείψανα του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα.
Dictionary of Greek. 2013.